- εφεκτος
- I.ἐφεκτός3II.ἔφεκτοςἔφ-εκτος2содержащий 1+1/6
τόκος ἔ. Dem. — прирост в размере 1/6 капитала, т.е. 16+2/3%
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τόκος ἔ. Dem. — прирост в размере 1/6 капитала, т.е. 16+2/3%
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
έφεκτος — ἔφεκτος, ον (Α) 1. αυτός που περιέχει τη μονάδα και το ένα έκτο της (11/6) 2. φρ. «τόκος ἔφεκτος» τόκος ίσος με το 1/6 τού αρχικού κεφαλαίου, δηλ. τόκος 162/3% 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔφεκτον πρόσθετος φόρος ενός έκτου επί τής πληρωμής για τη… … Dictionary of Greek
εφεκτός — ἐφεκτός, ή, όν (Α) 1. ο συγκρατούμενος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐφεκτά ζητήματα για τα οποία κάποιος είναι επιφυλακτικός στην έκφραση τής γνώμης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επέχω βλ. εφεκτικός] … Dictionary of Greek
ἐφεκτός — to be held back masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφεκτος — containing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεκτῶν — ἐφεκτός to be held back fem gen pl ἐφεκτός to be held back masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεκτούς — ἐφεκτός to be held back masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφεκτοι — ἔφεκτος containing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FOENUS — ex fetu, i. e. partu pecuniae, ut Gr. τόκος ἀπὸ τοῦ τίκτειν, Varro. Alii a fundo, quia fructus fundit: vel a fetendo, quod eiusmodi lucrum feteat in Rep. primitus appellabatur naturalis terrae fetus, postea per translationem, nummorum fetum… … Hofmann J. Lexicon universale
επταπλασιέφεκτος — ἑπταπλασιέφεκτος, ό (Α) φρ. «ἑπταπλασιέφεκτος λόγος» η αναλογία 7 1/ 6:1. [ΕΤΥΜΟΛ. < επταπλάσιος* + έφεκτος «ο περιέχων 1 + 1 / 6» (επί + έξ + κατάλ. τος)] … Dictionary of Greek
εφείκοστα — ἐφείκοστα, τὰ (Α) πάπ. πρόσθετος φόρος κατά 1/20 πάνω στην κύρια αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εἰκοστά. Η δασύτητα αναλογική προς το ἔφεκτος*] … Dictionary of Greek